αγώρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγώρι < → δείτε τη λέξη αγόρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγώρι ουδέτερο

  • (σπάνιο) ετυμολογική γραφή του αγόρι,[1] με βάση τους όψιμους ελληνιστικούς τύπους ἄωρος / ἄγωρος, όπως λ.χ. στο Λεξικό Μπαμπινιώτη[2]
    Ο Μίλτος Κουντουράς δημοσίευσε το διήγημα «Το μπλασαμωμένο αγώρι» στο Νουμά το 1912, αφιερωμένο στο μικρό ανίψι του Νίκο, που χάθηκε πρόωρα. Αν και στο τίτλο γραφόταν «αγώρι», με ωμέγα, μέσα στο κείμενο το «αγοράκι» το έγραφε με όμικρον.

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «αγώρι» με παραπομή προς το «αγόρι» Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)