αδέσμευτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδέσμευτα < αδέσμευτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αδέσμευτα
- χωρίς ύπαρξη δεσμεύσεων και εξαρτήσεων
- ※ σας ενημερώνουμε υπεύθυνα, αντικειμενικά και αδέσμευτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδέσμευτα