αερακιού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αερακιού ουδέτερο
- (σπάνιο) γενική ενικού του αεράκι
- ※ Και από μακριά ο μονότονος ήχος της ανακατώνουνταν με κάτι σαν το σουσούρισμα του αερακιού ανάμεσα στα καλάμια. Σφιχταγκαλιασμένα ακροάζουνταν τ' αγόρια […] Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου books.google