αεροπυροσβέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αεροπυροσβέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αεροπυρόσβεση
- εναλλακτικά: αεροπυρόσβεσης
αεροπυροσβέσεως θηλυκό