αλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική allez (άντε, πήγαινε) < aller

Επιφώνημα[επεξεργασία]

αλέ (αργκό)

  1. (προστακτικά) για να φύγει κάποιος που δε θέλουμε από μπροστά μας
    Αλέ από δω, δε σου δίνω λεφτά.
     συνώνυμα: φύγε, δίνε του, σπάσε
  2. φεύγω, δεν ασχολούμαι περισσότερο
    Καλά, θα 'ρθω, αλλά αν δε μ' αρέσει, αλέ!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]