αμποδένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμποδένω < αρχαία ελληνική ἀποδέω / ἀποδῶ < δέω / δῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αμποδένω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]