αμφιδρομήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αμφιδρομήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αμφιδρόμηση
- εναλλακτικά: αμφιδρόμησης
αμφιδρομήσεως θηλυκό