αναγεννήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αναγεννήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αναγέννηση
- εναλλακτικά: αναγέννησης
αναγεννήσεως θηλυκό