ανακατασκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακατασκευάζω < ανα- + κατασκευάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακατασκευάζω (παθητική φωνή: ανακατασκευάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]