ανασκουμπώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκουμπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανασκουμπώνω < αρχαία ελληνική ἀνακομβόομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ανασκουμπώνομαι, πρτ.: ανασκουμπωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ανασκουμπωθώ, αόρ.: ανασκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ανασκουμπωμένος
- σηκώνω τα μανίκια ψηλά, για να κάνω μια δουλειά
- προετοιμάζομαι για να ξεκινήσω μια δουλειά που θα απαιτήσει χρόνο και προσπάθεια