αναχρηματοδοτήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αναχρηματοδοτήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αναχρηματοδότηση
- εναλλακτικά: αναχρηματοδότησης