αντιαγγειογενέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αντιαγγειογενέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αντιαγγειογένεση
- εναλλακτικά: αντιαγγειογένεσης