αποκάτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκάτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκάτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποκάτω < φράση ἀπό + κάτω. Δείτε και την ελληνιστική ἀποκάτω (που έρχεται από κάτω)[1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

αποκάτω (τοπικό επίρρημα)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκάτω αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο, ουδέτερο άκλιτο

Επίθετο[επεξεργασία]

αποκάτω άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]