αποκλειστική διάζευξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκλειστική διάζευξη < → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός και διάζευξη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exclusive disjunction

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αποκλειστική διάζευξη

  • (λογική) λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Αληθής' (true) όταν η μία πρόταση είναι 'Αληθής' και η άλλη 'Ψευδής' (false), αλλιώς δίνει 'Ψευδής'
    Συμβολισμός: , όπως , όπου λογικές προτάσεις

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]