απομαγνητοφωνήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απομαγνητοφωνήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απομαγνητοφώνηση
- εναλλακτικά: απομαγνητοφώνησης