αποφαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφαίνομαι < αρχαία ελληνική ἀποφαίνομαι, μέσος τύπος του ἀποφαίνω (στη φράση ἀποφαίνομαι γνώμην)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποφαίνομαι

  1. (λόγιο) διατυπώνω με επισημότητα μια γνώμη ως ειδικός ή αρμόδιος
  2. (νομικός όρος) εκδίδω επίσημη απόφαση
  3. επιδεικνύω, παρουσιάζω
    ※  Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ένα κομμάτι κρέας, 1981. @timesnews.gr


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]