αποχυλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.çiˈlo.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
αποχυλώνω
- γίνομαι χυλός
- άλλες μορφές: χυλώνω
- (μεταφορικά) εξαντλούμαι, αποκάμνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχυλώνω | αποχύλωνα | θα αποχυλώνω | να αποχυλώνω | αποχυλώνοντας | |
β' ενικ. | αποχυλώνεις | αποχύλωνες | θα αποχυλώνεις | να αποχυλώνεις | αποχύλωνε | |
γ' ενικ. | αποχυλώνει | αποχύλωνε | θα αποχυλώνει | να αποχυλώνει | ||
α' πληθ. | αποχυλώνουμε | αποχυλώναμε | θα αποχυλώνουμε | να αποχυλώνουμε | ||
β' πληθ. | αποχυλώνετε | αποχυλώνατε | θα αποχυλώνετε | να αποχυλώνετε | αποχυλώνετε | |
γ' πληθ. | αποχυλώνουν(ε) | αποχύλωναν αποχυλώναν(ε) |
θα αποχυλώνουν(ε) | να αποχυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχύλωσα | θα αποχυλώσω | να αποχυλώσω | αποχυλώσει | ||
β' ενικ. | αποχύλωσες | θα αποχυλώσεις | να αποχυλώσεις | αποχύλωσε | ||
γ' ενικ. | αποχύλωσε | θα αποχυλώσει | να αποχυλώσει | |||
α' πληθ. | αποχυλώσαμε | θα αποχυλώσουμε | να αποχυλώσουμε | |||
β' πληθ. | αποχυλώσατε | θα αποχυλώσετε | να αποχυλώσετε | αποχυλώστε | ||
γ' πληθ. | αποχύλωσαν αποχυλώσαν(ε) |
θα αποχυλώσουν(ε) | να αποχυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχυλώσει | είχα αποχυλώσει | θα έχω αποχυλώσει | να έχω αποχυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχυλώσει | είχες αποχυλώσει | θα έχεις αποχυλώσει | να έχεις αποχυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχυλώσει | είχε αποχυλώσει | θα έχει αποχυλώσει | να έχει αποχυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχυλώσει | είχαμε αποχυλώσει | θα έχουμε αποχυλώσει | να έχουμε αποχυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχυλώσει | είχατε αποχυλώσει | θα έχετε αποχυλώσει | να έχετε αποχυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχυλώσει | είχαν αποχυλώσει | θα έχουν αποχυλώσει | να έχουν αποχυλώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχυλώνω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)