αρραγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρραγώς < αρραγής

Επίρρημα[επεξεργασία]

αρραγώς

  1. χωρίς να παρουσιάζει ράγισμα
  2. (μεταφορικά) χωρίς να είναι δυνατό να σπάζει
     συνώνυμα: άθραυστα, αθραύστως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]