ατσαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσαλώνω < ατσάλι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ατσαλώνω

  1. (μεταφορικά) κάνω κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν το ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
    να ατσαλώσουμε το ηθικό μας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]