αυτοδικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοδικώ < (ελληνιστική κοινήαὐτοδικέω / αὐτοδικῶ < αρχαία ελληνική αὐτόδικος < αὐτός + δίκη

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοδικώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]