αυτοεγκλωβίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοεγκλωβίζομαι < αυτο- + εγκλωβίζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αυτοεγκλωβίζομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυτεγκλωβισμένος
- → δείτε τη λέξη κλουβί
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοεγκλωβίζομαι | αυτοεγκλωβιζόμουν(α) | θα αυτοεγκλωβίζομαι | να αυτοεγκλωβίζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοεγκλωβίζεσαι | αυτοεγκλωβιζόσουν(α) | θα αυτοεγκλωβίζεσαι | να αυτοεγκλωβίζεσαι | (αυτοεγκλωβίζου) | |
γ' ενικ. | αυτοεγκλωβίζεται | αυτοεγκλωβιζόταν(ε) | θα αυτοεγκλωβίζεται | να αυτοεγκλωβίζεται | ||
α' πληθ. | αυτοεγκλωβιζόμαστε | αυτοεγκλωβιζόμαστε αυτοεγκλωβιζόμασταν |
θα αυτοεγκλωβιζόμαστε | να αυτοεγκλωβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοεγκλωβίζεστε | αυτοεγκλωβιζόσαστε αυτοεγκλωβιζόσασταν |
θα αυτοεγκλωβίζεστε | να αυτοεγκλωβίζεστε | (αυτοεγκλωβίζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοεγκλωβίζονται | αυτοεγκλωβίζονταν αυτοεγκλωβιζόντουσαν |
θα αυτοεγκλωβίζονται | να αυτοεγκλωβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκα | θα αυτοεγκλωβιστώ | να αυτοεγκλωβιστώ | αυτοεγκλωβιστεί | ||
β' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκες | θα αυτοεγκλωβιστείς | να αυτοεγκλωβιστείς | αυτοεγκλωβίσου | ||
γ' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκε | θα αυτοεγκλωβιστεί | να αυτοεγκλωβιστεί | |||
α' πληθ. | αυτοεγκλωβιστήκαμε | θα αυτοεγκλωβιστούμε | να αυτοεγκλωβιστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοεγκλωβιστήκατε | θα αυτοεγκλωβιστείτε | να αυτοεγκλωβιστείτε | αυτοεγκλωβιστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοεγκλωβίστηκαν αυτοεγκλωβιστήκαν(ε) |
θα αυτοεγκλωβιστούν(ε) | να αυτοεγκλωβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοεγκλωβιστεί | είχα αυτοεγκλωβιστεί | θα έχω αυτοεγκλωβιστεί | να έχω αυτοεγκλωβιστεί | αυτοεγκλωβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοεγκλωβιστεί | είχες αυτοεγκλωβιστεί | θα έχεις αυτοεγκλωβιστεί | να έχεις αυτοεγκλωβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοεγκλωβιστεί | είχε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχει αυτοεγκλωβιστεί | να έχει αυτοεγκλωβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | είχαμε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | να έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοεγκλωβιστεί | είχατε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχετε αυτοεγκλωβιστεί | να έχετε αυτοεγκλωβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοεγκλωβιστεί | είχαν αυτοεγκλωβιστεί | θα έχουν αυτοεγκλωβιστεί | να έχουν αυτοεγκλωβιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοεγκλωβίζομαι
|