αφυπνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφυπνίζω < αρχαία ελληνική ἀφυπνίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αφυπνίζω

  1. ξυπνώ κάποιον
  2. (μεταφορικά) επαναφέρω κάποιον στην πραγματικότητα
    τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και οι συμβουλές του γιατρού αφύπνισαν τον Νίκο ο οποίος πλέον προσέχει τη διατροφή του και αθλείται συχνά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]