αἰχμαλωτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰχμαλωτίζω < παρασύνθετο από το αἰχμάλωτος (αἰχμή + ἁλωτός) < ἁλίσκομαι)+ -ίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αἰχμαλωτίζω
- πιάνω συλλαμβάνω κάποιον αιχμάλωτο