ἁλίσκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁλίσκομαι < ρίζα Fαλ και Fελ


Ρήμα[επεξεργασία]

ἁλίσκομαι (παθητική φωνή του ρήματος αἱρέω)

  1. κυριεύομαι από τον εχθρό
  2. συλλαμβάνομαι από τον εχθρό
  3. συλλαμβάνομαι, γίνομαι αντιληπτός ενώ κάνω κάτι (π.χ. για κλοπή)

Αρχικοί χρόνοι[επεξεργασία]

ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην , ἁλώσομαι , ἑάλων/ἥλων, ἑάλωκα/ἥλωκα, ἡλώκειν

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ἡ πόλις ἑάλω / ἑάλω ἡ πόλις

Συγγενικά[επεξεργασία]