αὐτάγγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁ ἡ αὐτάγγελος, ον
- που αναγγέλλει αυτοπροσώπως, αυτά στα οποία στάθηκε ο ίδιος μάρτυρας
ὁ ἡ αὐτάγγελος, ον