αὐτοθελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὐτοθελής < αὐτός + θέλω

Επίθετο[επεξεργασία]

αὐτοθελής

  • ο εκούσιος, η εκούσια ενέργεια, αλλά και εκείνος που ενεργεί με τη δική του θέληση, εκούσια, που ενεργεί χωρίς να τον πιέσει κανείς

Συγγενικά[επεξεργασία]