αὐτομολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αὐτομολέω < αὐτόμολος
Ρήμα[επεξεργασία]
αὐτομολέω - αὐτομολῶ (συνηρημένο)
- αλλάζω στρατόπεδο, πηγαίνω στο στρατόπεδο του εχθρού