βαΐουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαΐουλος < (άμεσο δάνειο) λατινική baiulus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαΐουλος αρσενικό

  1. πρεσβευτής της Βενετίας στο Βυζάντιο, ο βάιλος
  2. (σε σχόλια στον Αίαντα του Σοφοκλή) επιμελητής ή παιδαγωγός [1]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • βάγιλος, βαγίλος, βάγυλος, βάγηλος
  • βαγιοῦλος
  • βάιλος
  • μπάιλος
  • μπαΐουλος
  • μπαλίος
  • πάγιλος
  • πάιλος
  • παλίος

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «βαΐλος», «βαΐλουλος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]