βαΰζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαΰζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα[επεξεργασία]
βαΰζω (& δωρικός τύπος βαΰσδω)
- υλακτώ
- γαβγίζω
- γρύζω
- θρηνώ
- Παῦσαι βαΰζων· καὶ γὰρ ἐγὼ τοιοῦτος ἦν / ὢν τηλικοῦτος, ἡνίκ' ἠρχόμην ποεῖν. (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 175)
- μέμφομαι
- φωνάζω δυνατά