βαυκαλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαυκαλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βαυκαλίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
βαυκαλίζομαι
- παραμυθιάζομαι, εξαπατώ ή καθησυχάζω τον εαυτό μου με ψεύτικες προσδοκίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αυταπατώμαι
- ξεγελιέμαι
- εθελοτυφλώ
- στρουθοκαμηλίζω
- εξαπατώμαι
- πλανιέμαι/πλανώμαι
- γελιέμαι
- παραπλανιέμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαυκαλίζομαι