βγάζω στον αέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βγάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις βγάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας (στη σημασία: ζωντανή μετάδοση) → δείτε την έκφραση στον αέρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɣazo ston‿aˈeɾa/

Έκφραση[επεξεργασία]

βγάζω στον αέρα, παθητική φωνή: βγαίνω στον αέρα

  1. μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
  2. (μεταφορικά) δημοσιοποιώ
  3. (κυριολεκτικά) αερίζω κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]