βιγλῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιγλῶ < από τον αόριστο του ρήματος βιγλίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βιγλῶ (απαντά και σήμερα ως ιδιωματικό)

  1. κοιτάζω, βλέπω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 137, στ. 10 (στίχοι 9-12) @georgakas.lit.auth.gr
    Μ’ ἂθ θὲν νὰ καθαρίσης τὸν σκοπόσ σου
    βίγλα ἴσια καταπρόσωπα τῆς πόρτας
    κ’ ἐκεῖ θωρεῖς μορφὴν τοιούτης σόρτας
    καὶ θέλεις ἀγνωρίσειν τὸν ἐχθρόν σου.
  2. αισθάνομαι

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

  • βίγλα (προστακτική ενεστώτα β' ενικό πρόσωπο)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]