βοϊδίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voi̯ˈði.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βοϊ‐δί‐σιος
Επίθετο[επεξεργασία]
βοϊδίσιος, -ια, ιο
- που ανήκει ή προέρχεται από ή χαρακτηρίζει ένα βόδι
- ↪ βοϊδίσιο τομάρι (δέρμα βοδιού)
- {ετ|{μτφρ}}
- ↪ βοϊδίσιο βλέμμα: βλέμμα χωρίς ζωή και εξυπνάδα, σαν του βοδιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοϊδίσιος
|