βρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρύση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρί‐σει
ομόηχο: βρύση

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

βρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρίζω
  3. θα βρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρίζω