βρόχῳ δέρην πελάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
βρόχῳ δέρην πελάζω
- απαγχονίζω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 230 (228-230)
- αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε, | καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην | οὐρανίῳ πελάσσαι;
- Συμφορά, που λες καλύτερ᾽ ας πεθάνω· | θα ᾽ναι λίγο το λαιμό μου να περάσω | σε θηλειά.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε, | καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην | οὐρανίῳ πελάσσαι;
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 230 (228-230)
Πηγές[επεξεργασία]
- πελάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.