βυσματώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυσματώνω < βύσμα
Ρήμα[επεξεργασία]
βυσματώνω , αόρ.: βυσμάτωσα, παθ.φωνή: βυσματώνομαι, π.αόρ.: βυσματώθηκα, μτχ.π.π.: βυσματωμένος
- (κυριολεκτικά) ενώνω κάτι με βύσμα
- (μεταφορικά) ενεργώ χρησιμοποιώντας κάποιο μέσον ώστε να γίνει κάτι υπέρ μου και να το στερήσω από κάποιον άλλον (και ως στρατιωτική αργκό)
- (συνεκδοχικά) αγγαρεύω κάποιον να κάνει μια δουλειά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βύσμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυσματώνω
|