γιουτώ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
γιουτώ
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
aiutare
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ʝuˈto
/
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
γιουτώ
(
κυπριακά
)
ταιριάζω
,
βολεύω
↪
γιουτά
μου να πάρω τζιαι τον Στέφανο
- με
βολεύει
να πάρω και τον Στέφανο
Κατηγορίες
:
Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (κυπριακά)
Νέα ελληνικά
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Κυπριακά
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες