γκεστάπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκεστάπο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestapo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɟeˈsta.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκε‐στά‐πο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκεστάπο θηλυκό άκλιτο
- (ιστορία) η «Μυστική Κρατική Αστυνομία» της Ναζιστικής Γερμανίας
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για πρόσωπο που είναι αυταρχικό, που θέλει να ελέγχει ή να γνωρίζει τα πάντα
- ↪ ο αδελφός της είναι σωστή γκεστάπο, δεν μπορεί να το κουνήσει ρούπι από το σπίτι χωρίς αυτός να το μάθει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γκεστάπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)