γνωμικός αόριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνωμικός αόριστος < → δείτε τις λέξεις γνωμικός και αόριστος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική gnomischer Aorist
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
γνωμικός αόριστος αρσενικό
- (γραμματική) αόριστος που δηλώνει μια γενική ή καθολικά αποδεκτή αλήθεια και χρησιμοποιείται αντί του ενεστώτα σε γνωμικά, παροιμίες ή εκφράσεις με καθολική ισχύ
- ↪ Παράδειγμα γνωμικού αόριστου: O τρελός είδε (=βλέπει) τον μεθυσμένο κι έφυγε (=φεύγει).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνωμικός αόριστος