γύης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γύης αρσενικό
- το κυρτό ξύλο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται το υνί
- μέτρο γης, χωράφι
- (μεταφορικά) η σύζυγος