δαΐ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαΐ: → δείτε *δάϊς
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δαΐ θηλυκό
- κλητική ενικού του ελλειπτικού *δάϊς: στη μάχη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 387
- μιγῆναι ἐν δαῒ λευγαλέῃ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 387
Πηγές[επεξεργασία]
- δάις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.