διαλανθάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλανθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλανθάνω < δια- + λανθάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.lanˈθa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λαν‐θά‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαλανθάνω, αόρ.: διέλαθα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λόγιο) ξεφεύγω, μένω απαρατήρητος + αιτιατική
    Το νήπιο διέλαθε την προσοχή της μητέρας του προκειμένου να περάσει το δρόμο απέναντι και διερχόμενο αυτοκίνητο το χτύπησε.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλανθάνω < δια- + λανθάνω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]