διαρκοῦντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαρκούντος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

διαρκοῦντος

  1. (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκῶν
  2. (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκοῦν, ουδέτερο του διαρκῶν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]