διαστέλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαστέλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαστέλλομαι
- διογκώνομαι, αυξάνομαι, επεκτείνομαι, εκτείνομαι
- τα αέρια διαστέλλονται όταν θερμαίνονται
- οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαστέλλομαι | διαστελλόμουν(α) | θα διαστέλλομαι | να διαστέλλομαι | ||
β' ενικ. | διαστέλλεσαι | διαστελλόσουν(α) | θα διαστέλλεσαι | να διαστέλλεσαι | διαστέλλου | |
γ' ενικ. | διαστέλλεται | διαστελλόταν(ε) | θα διαστέλλεται | να διαστέλλεται | ||
α' πληθ. | διαστελλόμαστε | διαστελλόμαστε διαστελλόμασταν |
θα διαστελλόμαστε | να διαστελλόμαστε | ||
β' πληθ. | διαστέλλεστε | διαστελλόσαστε διαστελλόσασταν |
θα διαστέλλεστε | να διαστέλλεστε | διαστέλλεστε | |
γ' πληθ. | διαστέλλονται | διαστέλλονταν διαστελλόντουσαν |
θα διαστέλλονται | να διαστέλλονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαστάλθηκα | θα διασταλώ | να διασταλώ | διασταλεί | ||
β' ενικ. | διαστάλθηκες | θα διασταλείς | να διασταλείς | |||
γ' ενικ. | διαστάλθηκε | θα διασταλεί | να διασταλεί | |||
α' πληθ. | διασταλήκαμε | θα διασταλούμε | να διασταλούμε | |||
β' πληθ. | διασταλήκατε | θα διασταλείτε | να διασταλείτε | διασταλείτε | ||
γ' πληθ. | διαστάλθηκαν διασταλήκαν(ε) |
θα διασταλούν(ε) | να διασταλούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασταλεί | είχα διασταλεί | θα έχω διασταλεί | να έχω διασταλεί | διεσταλμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασταλεί | είχες διασταλεί | θα έχεις διασταλεί | να έχεις διασταλεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασταλεί | είχε διασταλεί | θα έχει διασταλεί | να έχει διασταλεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασταλεί | είχαμε διασταλεί | θα έχουμε διασταλεί | να έχουμε διασταλεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασταλεί | είχατε διασταλεί | θα έχετε διασταλεί | να έχετε διασταλεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασταλεί | είχαν διασταλεί | θα έχουν διασταλεί | να έχουν διασταλεί |
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διεσταλμένος και
- διασταλμένος
- διαστολή
- → δείτε τις λέξεις διαστέλλω, στέλνω και στέλλομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | διαστέλλομαι | |
Παρατατικός | διεστελλόμην | |
Μέλλοντας | διασταλήσομαι, διαστελοῦμαι | |
Αόριστος | διεστειλάμην, διεστάλην | |
Παρακείμενος | διέσταλμαι | |
Υπερσυντέλικος | διεστάλμην | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα[επεξεργασία]
διαστέλλομαι
- μέση-παθητική φωνή του διαστέλλω
αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαστέλλομαι
|