διαφιλονικήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διαφιλονικήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διαφιλονίκηση
- εναλλακτικά: διαφιλονίκησης
διαφιλονικήσεως θηλυκό