διεθνοποίησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διεθνοποίησης θηλυκό
- γενική ενικού του διεθνοποίηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- διεθνοποιήσεως (λόγιο)