διεργάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεργάζομαι < διά + ἐργάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διεργάζομαι

  1. καλλιεργώ εντατικά
  2. καταστρέφω, ετοιμάζω κάτι κακό