δικρανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικρανίζω < δικράνι / δίκρανο + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

δικρανίζω

  1. χρησιμοποιώ το δικράνι σε γεωργικές εργασίες
  2. κατεργάζομαι μια ράβδο ή ξύλο, ώστε να τα άκρα τους να μοιάζουν με δικράνι ή (κατ’ επέκταση) ενώνω δύο τέτοιες ράβδους ή ξύλα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]