δώρον άδωρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δώρον άδωρον → δείτε τους όρους δῶρον ἄδωρον, δώρο και άδωρος
Έκφραση[επεξεργασία]
δώρον άδωρον
- μονοτονική γραφή του δῶρον ἄδωρον
- Δώρον άδωρον οι αυξήσεις των συντάξεων.
Δείτε[επεξεργασία]
- στα νέα ελληνικά: δώρο άδωρο
- στην καθαρεύουσα: δῶρον ἄδωρον
- στα αρχαία ελληνικά: ἄδωρα δῶρα