εγκληματώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκληματώ < έγκλημα
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκληματώ
- διαπράττω έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
- (μεταφορικά) κάνω κάτι βαρύ, απαράδεκτο , από ηθική, κοινωνική ή άλλη άποψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκληματώ
|